Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
καλαμανθήλη
καλαμάομαι
καλαμάριον
καλαμαύλης
καλαμαυλητής
καλάμαυλος
καλαμεία
καλαμειφυή
καλαμεύς
καλαμευτής
καλαμεών
καλάμη
καλαμηδόν
καλάμημα
καλαμητομία
καλαμητόμος
καλαμήτρια
καλαμητρίς
καλαμηφάγος
καλαμηφορέω
καλαμηφόρος
View word page
καλαμεών
κᾰλᾰμ-εών
,
ῶνος
,
ὁ
,
A).
=
καλαμών
, condemned by
Phryn.
144
.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
καλαμεών
Headword (normalized):
καλαμεών
Headword (normalized/stripped):
καλαμεων
IDX:
52484
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-52485
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">κᾰλᾰμ-εών</span>, <span class="itype greek">ῶνος</span>, <span class="gen greek">ὁ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> = <span class="ref greek">καλαμών</span> , condemned by <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Phryn.</span> 144 </span>.</div> </div><br><br>'}