Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
καλαμάγρωστις
καλαμαῖος
Καλαμαιών
καλαμανθήλη
καλαμάομαι
καλαμάριον
καλαμαύλης
καλαμαυλητής
καλάμαυλος
καλαμεία
καλαμειφυή
καλαμεύς
καλαμευτής
καλαμεών
καλάμη
καλαμηδόν
καλάμημα
καλαμητομία
καλαμητόμος
καλαμήτρια
καλαμητρίς
View word page
καλαμειφυή
κᾰλᾰμ-ειφῠή
,
ἡ
,
A).
growth of reeds,
POxy.
1141.4
(iii A.D.).
ShortDef
growth of reeds
Debugging
Headword:
καλαμειφυή
Headword (normalized):
καλαμειφυή
Headword (normalized/stripped):
καλαμειφυη
IDX:
52481
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-52482
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">κᾰλᾰμ-ειφῠή</span>, <span class="gen greek">ἡ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">growth of reeds,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">POxy.</span> 1141.4 </span> (iii A.D.).</div> </div><br><br>'}