Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

κάλαϊς
καλακάνθη
κάλαμα
καλαμάγρωστις
καλαμαῖος
Καλαμαιών
καλαμανθήλη
καλαμάομαι
καλαμάριον
καλαμαύλης
καλαμαυλητής
καλάμαυλος
καλαμεία
καλαμειφυή
καλαμεύς
καλαμευτής
καλαμεών
καλάμη
καλαμηδόν
καλάμημα
καλαμητομία
View word page
καλαμαυλητής
κᾰλᾰμ-αυλητής, οῦ, , = foreg., Hedyl. ap. Ath.ibid.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
καλαμαυλητής
Headword (normalized):
καλαμαυλητής
Headword (normalized/stripped):
καλαμαυλητης
IDX:
52478
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-52479
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">κᾰλᾰμ-αυλητής</span>, <span class="itype greek">οῦ</span>, <span class="gen greek">ὁ</span>, = foreg., <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hedyl.</span> </span> ap. Ath.ibid.</div><br><br>'}