Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

καλαθοποιός
κάλαθος
καλάθωσις
καλάϊνος
κάλαϊς
καλακάνθη
κάλαμα
καλαμάγρωστις
καλαμαῖος
Καλαμαιών
καλαμανθήλη
καλαμάομαι
καλαμάριον
καλαμαύλης
καλαμαυλητής
καλάμαυλος
καλαμεία
καλαμειφυή
καλαμεύς
καλαμευτής
καλαμεών
View word page
καλαμανθήλη
καλαμανθήλη, ,
A). = ἀνθήλη , Edict.Diocl. 18.6 .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
καλαμανθήλη
Headword (normalized):
καλαμανθήλη
Headword (normalized/stripped):
καλαμανθηλη
IDX:
52474
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-52475
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">καλαμανθήλη</span>, <span class="gen greek">ἡ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> = <span class="ref greek">ἀνθήλη</span> , <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">Edict.Diocl.</span> 18.6 </span>.</div> </div><br><br>'}