Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

καλαθίσκος
καλαθοειδής
καλαθοπλόκος
καλαθοποιός
κάλαθος
καλάθωσις
καλάϊνος
κάλαϊς
καλακάνθη
κάλαμα
καλαμάγρωστις
καλαμαῖος
Καλαμαιών
καλαμανθήλη
καλαμάομαι
καλαμάριον
καλαμαύλης
καλαμαυλητής
καλάμαυλος
καλαμεία
καλαμειφυή
View word page
καλαμάγρωστις
κᾰλᾰμ-άγρωστις, εως, ,
A). Dactyloctenium aegyptiacum, Dsc. 4.30 .


ShortDef

Dactyloctenium aegyptiacum

Debugging

Headword:
καλαμάγρωστις
Headword (normalized):
καλαμάγρωστις
Headword (normalized/stripped):
καλαμαγρωστις
IDX:
52471
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-52472
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">κᾰλᾰμ-άγρωστις</span>, <span class="itype greek">εως</span>, <span class="gen greek">ἡ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">Dactyloctenium aegyptiacum</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Dsc.</span> 4.30 </span>.</div> </div><br><br>'}