Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

καλάθιον
καλαθίσκιον
καλαθίσκος
καλαθοειδής
καλαθοπλόκος
καλαθοποιός
κάλαθος
καλάθωσις
καλάϊνος
κάλαϊς
καλακάνθη
κάλαμα
καλαμάγρωστις
καλαμαῖος
Καλαμαιών
καλαμανθήλη
καλαμάομαι
καλαμάριον
καλαμαύλης
καλαμαυλητής
καλάμαυλος
View word page
καλακάνθη
καλακάνθη, ,
A). = Χαλκάνθη , Gp. 13.11.1 .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
καλακάνθη
Headword (normalized):
καλακάνθη
Headword (normalized/stripped):
καλακανθη
IDX:
52469
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-52470
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">καλακάνθη</span>, <span class="gen greek">ἡ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> = <span class="ref greek">Χαλκάνθη</span> , <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">Gp.</span> 13.11.1 </span>.</div> </div><br><br>'}