Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

κακωδία
κακώλεθρος
κακωνυμία
κακώνυμος
κάκωσις
κακωτής
κακωτικός
καλαβάς
καλαβώτης
καλαδία
καλαθηφόρος
καλάθιον
καλαθίσκιον
καλαθίσκος
καλαθοειδής
καλαθοπλόκος
καλαθοποιός
κάλαθος
καλάθωσις
καλάϊνος
κάλαϊς
View word page
καλαθηφόρος
κᾰλᾰθηφόρος, ον,
A). basket-carrying, Hsch.: Καλαθηφόροι, title of play by Eubulus.


ShortDef

basket-carrying

Debugging

Headword:
καλαθηφόρος
Headword (normalized):
καλαθηφόρος
Headword (normalized/stripped):
καλαθηφορος
IDX:
52458
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-52459
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">κᾰλᾰθηφόρος</span>, <span class="itype greek">ον</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">basket-carrying</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span></span>: <span class="foreign greek">Καλαθηφόροι</span>, title of play by Eubulus.</div> </div><br><br>'}