Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

κακώδης
κακωδία
κακώλεθρος
κακωνυμία
κακώνυμος
κάκωσις
κακωτής
κακωτικός
καλαβάς
καλαβώτης
καλαδία
καλαθηφόρος
καλάθιον
καλαθίσκιον
καλαθίσκος
καλαθοειδής
καλαθοπλόκος
καλαθοποιός
κάλαθος
καλάθωσις
καλάϊνος
View word page
καλαδία
καλαδία· ῥυκάνη, Hsch. καλάζει (fort. καλα<μά>ζει)· ὀγκοῦται (Achaean), Id. κάλαθα· λάλαβοι, οἱ δὲ ἄνθη, Id. καλάθαρβα· παροινία, Id.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
καλαδία
Headword (normalized):
καλαδία
Headword (normalized/stripped):
καλαδια
IDX:
52457
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-52458
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">καλαδία·</span> <span class="foreign greek">ῥυκάνη</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> <span class="orth greek">καλάζει</span> (fort. <span class="foreign greek">καλα&lt;μά&gt;ζει</span>)<span class="foreign greek">· ὀγκοῦται</span> (Achaean), Id. <span class="orth greek">κάλαθα·</span> <span class="foreign greek">λάλαβοι, οἱ δὲ ἄνθη</span>, Id. <span class="orth greek">καλάθαρβα·</span> <span class="foreign greek">παροινία</span>, Id.</div><br><br>'}