Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

κακόω
κακτάμεναι
κάκτος
κάκυνσις
κακύνω
κακχαδίαι
κακχεῦαι
κακώδης
κακωδία
κακώλεθρος
κακωνυμία
κακώνυμος
κάκωσις
κακωτής
κακωτικός
καλαβάς
καλαβώτης
καλαδία
καλαθηφόρος
καλάθιον
καλαθίσκιον
View word page
κακωνυμία
κᾰκωνῠμ-ία, ,
A). bad name, ill report, Sm. Ex. 32.25 .


ShortDef

bad name, ill report

Debugging

Headword:
κακωνυμία
Headword (normalized):
κακωνυμία
Headword (normalized/stripped):
κακωνυμια
IDX:
52450
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-52451
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">κᾰκωνῠμ-ία</span>, <span class="gen greek">ἡ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">bad name, ill report</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Sm.</span> <span class="title" style="font-style: italic;">Ex.</span> 32.25 </span>.</div> </div><br><br>'}