Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
Χυμος
κάκοψις
κακόψογος
κακοψυχία
κακόω
κακτάμεναι
κάκτος
κάκυνσις
κακύνω
κακχαδίαι
κακχεῦαι
κακώδης
κακωδία
κακώλεθρος
κακωνυμία
κακώνυμος
κάκωσις
κακωτής
κακωτικός
καλαβάς
καλαβώτης
View word page
κακχεῦαι
κακχεῦαι
, Ep. for
καταχεῦαι
, aor. 1 inf. of
καταχέω
.
κακχύδην
, poet. for
καταχύδην
(q.v.).
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
κακχεῦαι
Headword (normalized):
κακχεῦαι
Headword (normalized/stripped):
κακχευαι
IDX:
52446
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-52447
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">κακχεῦαι</span>, Ep. for <span class="foreign greek">καταχεῦαι</span>, aor. 1 inf. of <span class="foreign greek">καταχέω</span>. <span class="orth greek">κακχύδην</span>, poet. for <span class="foreign greek">καταχύδην</span> (q.v.).</div><br><br>'}