Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

Χροέω
Χροια
Χροος
Χυλος
Χυμία
Χυμος
κάκοψις
κακόψογος
κακοψυχία
κακόω
κακτάμεναι
κάκτος
κάκυνσις
κακύνω
κακχαδίαι
κακχεῦαι
κακώδης
κακωδία
κακώλεθρος
κακωνυμία
κακώνυμος
View word page
κακτάμεναι
κακτάμεναι, κάκτανε, κάκτεινε,
A). v. κατακτείνω .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
κακτάμεναι
Headword (normalized):
κακτάμεναι
Headword (normalized/stripped):
κακταμεναι
IDX:
52441
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-52442
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">κακτάμεναι</span>, <span class="orth greek">κάκτανε</span>, <span class="orth greek">κάκτεινε</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">κατακτείνω</span> .</div> </div><br><br>'}