Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
κακούργημα
κακουργία
κακουργικός
κάκουργος
κακουχέω
κακουχία
κακόφατις
κακοφημία
κακοφημίζω
κακόφημος
κακόφθαρτος
κακοφθόρος
κακόφιλος
κακόφλοιος
κακόφονος
κακοφορεσία
κακοφραδής
κακοφραδία
κακοφραδμοσύνη
κακοφράσμων
κακόφραστος
View word page
κακόφθαρτος
κᾰκό-φθαρτος
,
ον
,
A).
wasted away
,
Hsch.
s.v.
κακόκνημος
.
ShortDef
wasted away
Debugging
Headword:
κακόφθαρτος
Headword (normalized):
κακόφθαρτος
Headword (normalized/stripped):
κακοφθαρτος
IDX:
52405
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-52406
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">κᾰκό-φθαρτος</span>, <span class="itype greek">ον</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">wasted away</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> s.v. <span class="ref greek">κακόκνημος</span> .</div> </div><br><br>'}