Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

κακοτροπία
κακότροπος
κακοτροφέω
κακοτροφία
κακοτυχέω
κακοτυχής
κακοτυχία
κακουβαι
κάκουλοι
κακόϋπνος
κακοϋπονόητος
κακουργέω
κακούργημα
κακουργία
κακουργικός
κάκουργος
κακουχέω
κακουχία
κακόφατις
κακοφημία
κακοφημίζω
View word page
κακοϋπονόητος
κᾰκοϋπονόητος, ον,(ὑπονοέω)
A). gloss on δυστόπαστος , Suid.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
κακοϋπονόητος
Headword (normalized):
κακοϋπονόητος
Headword (normalized/stripped):
κακουπονοητος
IDX:
52393
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-52394
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">κᾰκοϋπονόητος</span>, <span class="itype greek">ον</span>,(<span class="etym greek">ὑπονοέω</span>) <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> gloss on <span class="ref greek">δυστόπαστος</span> , <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Suid.</span> </span> </div> </div><br><br>'}