Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

κακοτροπέω
κακοτροπία
κακότροπος
κακοτροφέω
κακοτροφία
κακοτυχέω
κακοτυχής
κακοτυχία
κακουβαι
κάκουλοι
κακόϋπνος
κακοϋπονόητος
κακουργέω
κακούργημα
κακουργία
κακουργικός
κάκουργος
κακουχέω
κακουχία
κακόφατις
κακοφημία
View word page
κακόϋπνος
κακόϋπνος, ον,
A). gloss on ἄϋπνος , Hsch.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
κακόϋπνος
Headword (normalized):
κακόϋπνος
Headword (normalized/stripped):
κακουπνος
IDX:
52392
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-52393
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">κακόϋπνος</span>, <span class="itype greek">ον</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> gloss on <span class="ref greek">ἄϋπνος</span> , <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div> </div><br><br>'}