Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
κακοτελεύτητος
κακοτέρμων
κακοτεχνέω
κακοτέχνημα
κακοτεχνής
κακοτεχνία
κακοτεχνίζω
κακοτεχνίου
κακότεχνος
κακότης
κακοτράχηλος
κακοτροπεύομαι
κακοτροπέω
κακοτροπία
κακότροπος
κακοτροφέω
κακοτροφία
κακοτυχέω
κακοτυχής
κακοτυχία
κακουβαι
View word page
κακοτράχηλος
κᾰκοτράχηλος
[τρᾰ]
,
ον
,
A).
gloss on
ἀτράχηλος
,
Apollon.
Lex.
s.v.
ἀ
.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
κακοτράχηλος
Headword (normalized):
κακοτράχηλος
Headword (normalized/stripped):
κακοτραχηλος
IDX:
52380
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-52381
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">κᾰκοτράχηλος</span> <span class="pron greek">[τρᾰ]</span>, <span class="itype greek">ον</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> gloss on <span class="ref greek">ἀτράχηλος</span> , <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Apollon.</span> <span class="title" style="font-style: italic;">Lex.</span> </span> s.v. <span class="ref greek">ἀ</span> .</div> </div><br><br>'}