Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

κακοσχολέω
κακοσχολία
κακόσχολος
κακότακτος
κακόταφος
κακοτεκνία
κακοτελεύτητος
κακοτέρμων
κακοτεχνέω
κακοτέχνημα
κακοτεχνής
κακοτεχνία
κακοτεχνίζω
κακοτεχνίου
κακότεχνος
κακότης
κακοτράχηλος
κακοτροπεύομαι
κακοτροπέω
κακοτροπία
κακότροπος
View word page
κακοτεχνής
κᾰκοτεχν-ής, ές,
A). = κακότεχνος , Luc. Cal. 10 ( Comp.).


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
κακοτεχνής
Headword (normalized):
κακοτεχνής
Headword (normalized/stripped):
κακοτεχνης
IDX:
52374
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-52375
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">κᾰκοτεχν-ής</span>, <span class="itype greek">ές</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> = <span class="ref greek">κακότεχνος</span> , <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0062.tlg013:10" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0062.tlg013:10/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Luc.</span> <span class="title" style="font-style: italic;">Cal.</span> 10 </a> ( Comp.).</div> </div><br><br>'}