Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

κακοσυνταξία
κακόσφαιρος
κακόσφυκτος
κακοσφυξία
κακόσχημος
κακοσχήμων
κακοσχολεύομαι
κακοσχολέω
κακοσχολία
κακόσχολος
κακότακτος
κακόταφος
κακοτεκνία
κακοτελεύτητος
κακοτέρμων
κακοτεχνέω
κακοτέχνημα
κακοτεχνής
κακοτεχνία
κακοτεχνίζω
κακοτεχνίου
View word page
κακότακτος
κᾰκό-τακτος, ον,
A). gloss on δύστακτος , Hsch.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
κακότακτος
Headword (normalized):
κακότακτος
Headword (normalized/stripped):
κακοτακτος
IDX:
52367
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-52368
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">κᾰκό-τακτος</span>, <span class="itype greek">ον</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> gloss on <span class="ref greek">δύστακτος</span> , <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div> </div><br><br>'}