Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
κακοσυνθεσία
κακοσύνθετος
κακοσυνταξία
κακόσφαιρος
κακόσφυκτος
κακοσφυξία
κακόσχημος
κακοσχήμων
κακοσχολεύομαι
κακοσχολέω
κακοσχολία
κακόσχολος
κακότακτος
κακόταφος
κακοτεκνία
κακοτελεύτητος
κακοτέρμων
κακοτεχνέω
κακοτέχνημα
κακοτεχνής
κακοτεχνία
View word page
κακοσχολία
κᾰκοσχολ-ία
,
ἡ
,
A).
mischief, malpractice,
Delph.
3(1).362i32
(ii B. C.),
Plu.
2.274d
.
ShortDef
mischief, malpractice
Debugging
Headword:
κακοσχολία
Headword (normalized):
κακοσχολία
Headword (normalized/stripped):
κακοσχολια
IDX:
52365
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-52366
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">κᾰκοσχολ-ία</span>, <span class="gen greek">ἡ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">mischief, malpractice,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Delph.</span> 3(1).362i32 </span> (ii B. C.), <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Plu.</span> 2.274d </span>.</div> </div><br><br>'}