Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
κακοσυνάντητος
κακοσύνετος
κακοσυνθεσία
κακοσύνθετος
κακοσυνταξία
κακόσφαιρος
κακόσφυκτος
κακοσφυξία
κακόσχημος
κακοσχήμων
κακοσχολεύομαι
κακοσχολέω
κακοσχολία
κακόσχολος
κακότακτος
κακόταφος
κακοτεκνία
κακοτελεύτητος
κακοτέρμων
κακοτεχνέω
κακοτέχνημα
View word page
κακοσχολεύομαι
κᾰκοσχολ-εύομαι
,
A).
play mischievous tricks
,
Porph.
Ep.Aneb.
26
; in mal. part.,
Hsch.
s.v.
ὀρχιπεδίζειν
.
ShortDef
play mischievous tricks
Debugging
Headword:
κακοσχολεύομαι
Headword (normalized):
κακοσχολεύομαι
Headword (normalized/stripped):
κακοσχολευομαι
IDX:
52363
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-52364
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">κᾰκοσχολ-εύομαι</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">play mischievous tricks</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Porph.</span> <span class="title" style="font-style: italic;">Ep.Aneb.</span> 26 </span>; in mal. part., <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> s.v. <span class="ref greek">ὀρχιπεδίζειν</span> .</div> </div><br><br>'}