Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

κακοστέφανος
κακοστόματος
κακοστομαχέω
κακοστομαχία
κακοστόμαχος
κακοστομέω
κακοστομία
κακόστομος
κακόστρωτος
κακοσυμβίβαστος
κακοσύμβουλος
κακοσυνάντητος
κακοσύνετος
κακοσυνθεσία
κακοσύνθετος
κακοσυνταξία
κακόσφαιρος
κακόσφυκτος
κακοσφυξία
κακόσχημος
κακοσχήμων
View word page
κακοσύμβουλος
κᾰκο-σύμβουλος, =
A). malesuadus, Gloss.


ShortDef

malesuadus

Debugging

Headword:
κακοσύμβουλος
Headword (normalized):
κακοσύμβουλος
Headword (normalized/stripped):
κακοσυμβουλος
IDX:
52352
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-52353
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">κᾰκο-σύμβουλος</span>, = <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">malesuadus,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Gloss.</span> </span> </div> </div><br><br>'}