Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

κακοπραγής
κακοπραγία
κακοπραγμονέω
κακοπραγμοσύνη
κακοπράγμων
κακοπρόσωπος
κακόπτερος
κακοπώγων
κακόρας
κακορέκτης
κακορραφεύς
κακορραφία
κακορρέκτης
κακορρημοσύνη
κακορρήμων
κακορροθέω
κακόρροος
κακόρρυγχος
κακόρρυθμος
κακόρρυπος
κακός
View word page
κακορραφεύς
κᾰκο-ρρᾰφεύς, έως, ,
A). = κακοποιός , Hsch.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
κακορραφεύς
Headword (normalized):
κακορραφεύς
Headword (normalized/stripped):
κακορραφευς
IDX:
52318
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-52319
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">κᾰκο-ρρᾰφεύς</span>, <span class="itype greek">έως</span>, <span class="gen greek">ὁ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> = <span class="ref greek">κακοποιός</span> , <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div> </div><br><br>'}