Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

κακοπραγέω
κακοπραγής
κακοπραγία
κακοπραγμονέω
κακοπραγμοσύνη
κακοπράγμων
κακοπρόσωπος
κακόπτερος
κακοπώγων
κακόρας
κακορέκτης
κακορραφεύς
κακορραφία
κακορρέκτης
κακορρημοσύνη
κακορρήμων
κακορροθέω
κακόρροος
κακόρρυγχος
κακόρρυθμος
κακόρρυπος
View word page
κακορέκτης
κᾰκορέκτης, ου, ο,(ὀρέγω)
A). with evil yearnings, ἀνήρ Adam. 2.39 .


ShortDef

with evil yearnings

Debugging

Headword:
κακορέκτης
Headword (normalized):
κακορέκτης
Headword (normalized/stripped):
κακορεκτης
IDX:
52317
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-52318
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">κᾰκορέκτης</span>, <span class="itype greek">ου</span>, <span class="itype greek">ο</span>,(<span class="etym greek">ὀρέγω</span>) <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">with evil yearnings</span>, <span class="quote greek">ἀνήρ</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Adam.</span> 2.39 </span> .</div> </div><br><br>'}