Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

κακόπους
κακοπραγέω
κακοπραγής
κακοπραγία
κακοπραγμονέω
κακοπραγμοσύνη
κακοπράγμων
κακοπρόσωπος
κακόπτερος
κακοπώγων
κακόρας
κακορέκτης
κακορραφεύς
κακορραφία
κακορρέκτης
κακορρημοσύνη
κακορρήμων
κακορροθέω
κακόρροος
κακόρρυγχος
κακόρρυθμος
View word page
κακόρας
κακόρας· κατακόψας, Euclus ap. Hsch. (Perh. for κα-κορά<α>ς, cf. κοραίω.) κακόρδαζε· ἀπεχώρει, Hsch.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
κακόρας
Headword (normalized):
κακόρας
Headword (normalized/stripped):
κακορας
IDX:
52316
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-52317
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">κακόρας·</span> <span class="foreign greek">κατακόψας</span>, Euclus ap. <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> (Perh. for <span class="foreign greek">κα-κορά&lt;α&gt;ς</span>, cf. <span class="foreign greek">κοραίω</span>.) <span class="orth greek">κακόρδαζε·</span> <span class="foreign greek">ἀπεχώρει</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}