Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

κακόποτμος
κακόπους
κακοπραγέω
κακοπραγής
κακοπραγία
κακοπραγμονέω
κακοπραγμοσύνη
κακοπράγμων
κακοπρόσωπος
κακόπτερος
κακοπώγων
κακόρας
κακορέκτης
κακορραφεύς
κακορραφία
κακορρέκτης
κακορρημοσύνη
κακορρήμων
κακορροθέω
κακόρροος
κακόρρυγχος
View word page
κακοπώγων
κᾰκο-πώγων, ωνος, ,
A). with a thin beard, PPetr. 3p.23 (iii B. C.).


ShortDef

with a thin beard

Debugging

Headword:
κακοπώγων
Headword (normalized):
κακοπώγων
Headword (normalized/stripped):
κακοπωγων
IDX:
52315
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-52316
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">κᾰκο-πώγων</span>, <span class="itype greek">ωνος</span>, <span class="gen greek">ὁ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">with a thin beard,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">PPetr.</span> 3p.23 </span> (iii B. C.).</div> </div><br><br>'}