Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

κακοποιέω
κακοποίησις
κακοποιητικός
κακοποιΐα
κακοποιός
κακοπολιτεία
κακοπονητικός
κακόποτμος
κακόπους
κακοπραγέω
κακοπραγής
κακοπραγία
κακοπραγμονέω
κακοπραγμοσύνη
κακοπράγμων
κακοπρόσωπος
κακόπτερος
κακοπώγων
κακόρας
κακορέκτης
κακορραφεύς
View word page
κακοπραγής
κᾰκοπρᾱγ-ής, ές,
A). evil-doing, Hsch.


ShortDef

evil-doing

Debugging

Headword:
κακοπραγής
Headword (normalized):
κακοπραγής
Headword (normalized/stripped):
κακοπραγης
IDX:
52308
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-52309
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">κᾰκοπρᾱγ-ής</span>, <span class="itype greek">ές</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">evil-doing</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div> </div><br><br>'}