Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

κακόπατρις
κακοπερίπατος
κακοπέτης
κακόπηρος
κακοπινής
κακοπιστοτέρως
κακόπλαστος
κακοπλοέω
κακόπλοος
κακόπνευστος
κακόπνοια
κακόπνοος
κακοποιέω
κακοποίησις
κακοποιητικός
κακοποιΐα
κακοποιός
κακοπολιτεία
κακοπονητικός
κακόποτμος
κακόπους
View word page
κακόπνοια
κᾰκό-πνοια, ,
A). difficulty of breathing, Gal. 17(1).757 .


ShortDef

difficulty of breathing

Debugging

Headword:
κακόπνοια
Headword (normalized):
κακόπνοια
Headword (normalized/stripped):
κακοπνοια
IDX:
52296
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-52297
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">κᾰκό-πνοια</span>, <span class="gen greek">ἡ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">difficulty of breathing</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Gal.</span> 17(1).757 </span>.</div> </div><br><br>'}