Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
κακόπαθος
κακοπαρθενεύτως
κακοπάρθενος
κακόπαστος
κακοπατρίδης
κακόπατρις
κακοπερίπατος
κακοπέτης
κακόπηρος
κακοπινής
κακοπιστοτέρως
κακόπλαστος
κακοπλοέω
κακόπλοος
κακόπνευστος
κακόπνοια
κακόπνοος
κακοποιέω
κακοποίησις
κακοποιητικός
κακοποιΐα
View word page
κακοπιστοτέρως
κᾰκο-πιστοτέρως
, Adv. Comp.
A).
with misplaced confidence
,
Phld.
D.
3
Fr.
75
.
ShortDef
with misplaced confidence
Debugging
Headword:
κακοπιστοτέρως
Headword (normalized):
κακοπιστοτέρως
Headword (normalized/stripped):
κακοπιστοτερως
IDX:
52291
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-52292
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">κᾰκο-πιστοτέρως</span>, Adv. Comp. <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">with misplaced confidence</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Phld.</span> <span class="title" style="font-style: italic;">D.</span> 3 </span> <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">Fr.</span> 75 </span>.</div> </div><br><br>'}