Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

κακοπάθεια
κακοπαθέω
κακοπαθής
κακοπαθητικός
κακόπαθος
κακοπαρθενεύτως
κακοπάρθενος
κακόπαστος
κακοπατρίδης
κακόπατρις
κακοπερίπατος
κακοπέτης
κακόπηρος
κακοπινής
κακοπιστοτέρως
κακόπλαστος
κακοπλοέω
κακόπλοος
κακόπνευστος
κακόπνοια
κακόπνοος
View word page
κακοπερίπατος
κᾰκο-περίπᾰτος, ον,
A). walking ill, of horses, Hippiatr. 115 .


ShortDef

walking ill

Debugging

Headword:
κακοπερίπατος
Headword (normalized):
κακοπερίπατος
Headword (normalized/stripped):
κακοπεριπατος
IDX:
52287
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-52288
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">κᾰκο-περίπᾰτος</span>, <span class="itype greek">ον</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">walking ill</span>, of horses, <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">Hippiatr.</span> 115 </span>.</div> </div><br><br>'}