Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

κακόξενος
κακοξύνετος
κακοοινία
κακοπάθεια
κακοπαθέω
κακοπαθής
κακοπαθητικός
κακόπαθος
κακοπαρθενεύτως
κακοπάρθενος
κακόπαστος
κακοπατρίδης
κακόπατρις
κακοπερίπατος
κακοπέτης
κακόπηρος
κακοπινής
κακοπιστοτέρως
κακόπλαστος
κακοπλοέω
κακόπλοος
View word page
κακόπαστος
κᾰκό-παστος, ον, dub. in A.D. Synt. 187.23 .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
κακόπαστος
Headword (normalized):
κακόπαστος
Headword (normalized/stripped):
κακοπαστος
IDX:
52284
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-52285
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">κᾰκό-παστος</span>, <span class="itype greek">ον</span>, dub. in <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0082.tlg004:187:23" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0082.tlg004:187.23/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">A.D.</span> <span class="title" style="font-style: italic;">Synt.</span> 187.23 </a>.</div><br><br>'}