Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

κακομοιρία
κακόμοιρος
κακόμορος
κακομορφία
κακόμορφος
κακομουσία
κακόμουσος
κακόμοχθος
κάκονες
κακονοέω
κακονόητος
κακόνοια
κακονομέομαι
κακονομία
κακόνομος
κακόνοος
κακονύμφευτος
κακονύμφιον
κακόνυμφος
κακόνωτος
κακοξενία
View word page
κακονόητος
κᾰκο-νόητος, ον,
A). = κακόνοος , Polem.Phgn. 10 .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
κακονόητος
Headword (normalized):
κακονόητος
Headword (normalized/stripped):
κακονοητος
IDX:
52263
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-52264
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">κᾰκο-νόητος</span>, <span class="itype greek">ον</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> = <span class="ref greek">κακόνοος</span> , <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg1617.tlg001:10" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg1617.tlg001:10/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Polem.Phgn.</span> 10 </a>.</div> </div><br><br>'}