Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

κακομιλία
κακόμισθος
κακομοιρία
κακόμοιρος
κακόμορος
κακομορφία
κακόμορφος
κακομουσία
κακόμουσος
κακόμοχθος
κάκονες
κακονοέω
κακονόητος
κακόνοια
κακονομέομαι
κακονομία
κακόνομος
κακόνοος
κακονύμφευτος
κακονύμφιον
κακόνυμφος
View word page
κάκονες
κάκονες· κακὸς ὄλεθρος, Hsch.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
κάκονες
Headword (normalized):
κάκονες
Headword (normalized/stripped):
κακονες
IDX:
52261
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-52262
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">κάκονες·</span> <span class="foreign greek">κακὸς ὄλεθρος</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}