Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

κακομέλετος
κακομετρέω
κακομέτρητος
κακομετρία
κακόμετρος
κακομηδής
κακομήτης
κακομητίη
κακόμητις
κακομήτωρ
κακομήστωρ
κακομηχανέω
κακομηχανία
κακομήχανος
κακομιλία
κακόμισθος
κακομοιρία
κακόμοιρος
κακόμορος
κακομορφία
κακόμορφος
View word page
κακομήστωρ
κᾰκο-μήστωρ (
A). = κακόμητις ) shd. be read in Man. 4.307 .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
κακομήστωρ
Headword (normalized):
κακομήστωρ
Headword (normalized/stripped):
κακομηστωρ
IDX:
52247
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-52248
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">κᾰκο-μήστωρ</span> ( <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> = <span class="ref greek">κακόμητις</span> ) shd. be read in <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg2583.tlg001:4:307" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg2583.tlg001:4.307/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Man.</span> 4.307 </a>.</div> </div><br><br>'}