Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
κακόλυρος
κακομαθής
κακομανέω
κακόμαντις
κακομαχέω
κακομέλετος
κακομετρέω
κακομέτρητος
κακομετρία
κακόμετρος
κακομηδής
κακομήτης
κακομητίη
κακόμητις
κακομήτωρ
κακομήστωρ
κακομηχανέω
κακομηχανία
κακομήχανος
κακομιλία
κακόμισθος
View word page
κακομηδής
κᾰκο-μηδής
,
ές
,(
μῆδος
)
A).
contriving ill, deceitful,
h.Merc.
389
.
ShortDef
contriving ill, deceitful
Debugging
Headword:
κακομηδής
Headword (normalized):
κακομηδής
Headword (normalized/stripped):
κακομηδης
IDX:
52242
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-52243
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">κᾰκο-μηδής</span>, <span class="itype greek">ές</span>,(<span class="etym greek">μῆδος</span>) <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">contriving ill, deceitful,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">h.Merc.</span> 389 </span>.</div> </div><br><br>'}