Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ἀμέτοιστος
ἀμετουσίαστον
ἀμέτοχος
ἀμετρητος
ἀμετρία
ἀμέτριος
ἀμετροβαθής
ἀμετρόβιος
ἀμετρόδικος
ἀμετροεπής
ἀμετροεπία
ἀμετρόκακος
ἀμετροπαθής
ἀμετροπότης
ἄμετρος
ἀμεύομαι
ἀμευσιεπής
ἀμεύσιμος
ἀμευσίπορος
ἄμη
ἁμῆ
View word page
ἀμετροεπία
ἀμετρο-επία, ,
A). garrulily, in pl., Gal. 18(1).253 .


ShortDef

garrulity

Debugging

Headword:
ἀμετροεπία
Headword (normalized):
ἀμετροεπία
Headword (normalized/stripped):
αμετροεπια
IDX:
5223
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-5224
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἀμετρο-επία</span>, <span class="gen greek">ἡ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">garrulily,</span> in pl., <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Gal.</span> 18(1).253 </span>.</div> </div><br><br>'}