Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
κακοκέλαδος
κακοκέρδεια
κακοκλεής
κακόκνημος
κακοκοίμητος
κακόκρατος
κακοκρισία
κακόκριτος
κακοκτερής
κακοκτέριστος
κακολ<α>ῆ
κακόλεκτρος
κακολιμένιστος
κακολογέω
κακολογία
κακολογικός
κακόλογος
κακόλυρος
κακομαθής
κακομανέω
κακόμαντις
View word page
κακολ<α>ῆ
κᾰκο-λ<α>ῆ·
κακοδερκῆ
,
Hsch.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
κακολ<α>ῆ
Headword (normalized):
κακολ<α>ῆ
Headword (normalized/stripped):
κακολ<α>η
IDX:
52225
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-52226
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">κᾰκο-λ<α>ῆ·</span> <span class="foreign greek">κακοδερκῆ</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}