Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

Κακοΐλιος
κακοκαρπία
κακοκέλαδος
κακοκέρδεια
κακοκλεής
κακόκνημος
κακοκοίμητος
κακόκρατος
κακοκρισία
κακόκριτος
κακοκτερής
κακοκτέριστος
κακολ<α>ῆ
κακόλεκτρος
κακολιμένιστος
κακολογέω
κακολογία
κακολογικός
κακόλογος
κακόλυρος
κακομαθής
View word page
κακοκτερής
κᾰκο-κτερής, ές (-οτερής cod.)· κακῶς θάπτων (κακοθ- cod.), Hsch.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
κακοκτερής
Headword (normalized):
κακοκτερής
Headword (normalized/stripped):
κακοκτερης
IDX:
52223
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-52224
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">κᾰκο-κτερής</span>, <span class="foreign greek">ές </span>(<span class="foreign greek">-οτερής</span> cod.)<span class="foreign greek">· κακῶς θάπτων </span>(<span class="foreign greek">κακοθ-</span> cod.), <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}