Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

κακοικονόμος
Κακοΐλιος
κακοκαρπία
κακοκέλαδος
κακοκέρδεια
κακοκλεής
κακόκνημος
κακοκοίμητος
κακόκρατος
κακοκρισία
κακόκριτος
κακοκτερής
κακοκτέριστος
κακολ<α>ῆ
κακόλεκτρος
κακολιμένιστος
κακολογέω
κακολογία
κακολογικός
κακόλογος
κακόλυρος
View word page
κακόκριτος
κᾰκό-κρῐτος, ον,
A). = δύσκριτος , Gal. 17(2).575 , al.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
κακόκριτος
Headword (normalized):
κακόκριτος
Headword (normalized/stripped):
κακοκριτος
IDX:
52222
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-52223
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">κᾰκό-κρῐτος</span>, <span class="itype greek">ον</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> = <span class="ref greek">δύσκριτος</span> , <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Gal.</span> 17(2).575 </span>, al.</div> </div><br><br>'}