Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

κακόθυτος
κακοΐδρυτος
κακοικονόμος
Κακοΐλιος
κακοκαρπία
κακοκέλαδος
κακοκέρδεια
κακοκλεής
κακόκνημος
κακοκοίμητος
κακόκρατος
κακοκρισία
κακόκριτος
κακοκτερής
κακοκτέριστος
κακολ<α>ῆ
κακόλεκτρος
κακολιμένιστος
κακολογέω
κακολογία
κακολογικός
View word page
κακόκρατος
κᾰκό-κρᾱτος, ον,
A). badly tempered, τὸ κ. (sc. τοῦ αἵματος) Gal. 17(1).565 .


ShortDef

badly tempered

Debugging

Headword:
κακόκρατος
Headword (normalized):
κακόκρατος
Headword (normalized/stripped):
κακοκρατος
IDX:
52220
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-52221
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">κᾰκό-κρᾱτος</span>, <span class="itype greek">ον</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">badly tempered</span>, <span class="foreign greek">τὸ κ</span>. (sc. <span class="foreign greek">τοῦ αἵματος</span>) <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Gal.</span> 17(1).565 </span>.</div> </div><br><br>'}