Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

κακόθυρσος
κακόθυτος
κακοΐδρυτος
κακοικονόμος
Κακοΐλιος
κακοκαρπία
κακοκέλαδος
κακοκέρδεια
κακοκλεής
κακόκνημος
κακοκοίμητος
κακόκρατος
κακοκρισία
κακόκριτος
κακοκτερής
κακοκτέριστος
κακολ<α>ῆ
κακόλεκτρος
κακολιμένιστος
κακολογέω
κακολογία
View word page
κακοκοίμητος
κᾰκο-κοίμητος, ον,
A). gloss on δυσηλεγής , Hsch.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
κακοκοίμητος
Headword (normalized):
κακοκοίμητος
Headword (normalized/stripped):
κακοκοιμητος
IDX:
52219
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-52220
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">κᾰκο-κοίμητος</span>, <span class="itype greek">ον</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> gloss on <span class="ref greek">δυσηλεγής</span> , <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div> </div><br><br>'}