Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

κακόθροος
κακοθυμία
κακόθυμος
κακόθυρσος
κακόθυτος
κακοΐδρυτος
κακοικονόμος
Κακοΐλιος
κακοκαρπία
κακοκέλαδος
κακοκέρδεια
κακοκλεής
κακόκνημος
κακοκοίμητος
κακόκρατος
κακοκρισία
κακόκριτος
κακοκτερής
κακοκτέριστος
κακολ<α>ῆ
κακόλεκτρος
View word page
κακοκέρδεια
κᾰκο-κέρδεια, ,
A). base love of gain, Thgn. 225 (pl.).


ShortDef

base love of gain

Debugging

Headword:
κακοκέρδεια
Headword (normalized):
κακοκέρδεια
Headword (normalized/stripped):
κακοκερδεια
IDX:
52216
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-52217
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">κᾰκο-κέρδεια</span>, <span class="gen greek">ἡ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">base love of gain</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Thgn.</span> 225 </span> (pl.).</div> </div><br><br>'}