Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

κακοθέρειος
κακοθερής
κακοθημοσύνη
κακοθηνέω
κακοθιγία
κακόθροος
κακοθυμία
κακόθυμος
κακόθυρσος
κακόθυτος
κακοΐδρυτος
κακοικονόμος
Κακοΐλιος
κακοκαρπία
κακοκέλαδος
κακοκέρδεια
κακοκλεής
κακόκνημος
κακοκοίμητος
κακόκρατος
κακοκρισία
View word page
κακοΐδρυτος
κᾰκο-ΐδρῡτος, ον,
A). gloss on ἀΐδρυτος , Hsch.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
κακοΐδρυτος
Headword (normalized):
κακοΐδρυτος
Headword (normalized/stripped):
κακοιδρυτος
IDX:
52211
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-52212
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">κᾰκο-ΐδρῡτος</span>, <span class="itype greek">ον</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> gloss on <span class="ref greek">ἀΐδρυτος</span> , <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div> </div><br><br>'}