Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

κακοήθευμα
κακοηθεύομαι
κακοήθης
κακοηθίη
κακοηθιστέον
κακοηχής
κακοθαλπής
κακοθανασία
κακοθάνατος
κακοθέλεια
κακοθελής
κακοθέλω
κακόθεος
κακοθεραπεία
κακοθέρειος
κακοθερής
κακοθημοσύνη
κακοθηνέω
κακοθιγία
κακόθροος
κακοθυμία
View word page
κακοθελής
κᾰκο-θελής, ές,
A). malevolent, Adam. 2.19 .


ShortDef

malevolent

Debugging

Headword:
κακοθελής
Headword (normalized):
κακοθελής
Headword (normalized/stripped):
κακοθελης
IDX:
52197
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-52198
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">κᾰκο-θελής</span>, <span class="itype greek">ές</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">malevolent</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Adam.</span> 2.19 </span>.</div> </div><br><br>'}