Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

κακοεργής
κακοεργία
κακοζηλία
κακόζηλος
κακοζηλωσία
κακοζωΐα
κακοήθεια
κακοήθευμα
κακοηθεύομαι
κακοήθης
κακοηθίη
κακοηθιστέον
κακοηχής
κακοθαλπής
κακοθανασία
κακοθάνατος
κακοθέλεια
κακοθελής
κακοθέλω
κακόθεος
κακοθεραπεία
View word page
κακοηθίη
κᾰκοηθ-ίη, ,
A). v. κακοήθεια .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
κακοηθίη
Headword (normalized):
κακοηθίη
Headword (normalized/stripped):
κακοηθιη
IDX:
52190
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-52191
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">κᾰκοηθ-ίη</span>, <span class="gen greek">ἡ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">κακοήθεια</span> .</div> </div><br><br>'}