Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

κακοελκής
κακοεξία
κακοέπεια
κακοεργασία
κακοέργετα
κακοεργέτις
κακοεργής
κακοεργία
κακοζηλία
κακόζηλος
κακοζηλωσία
κακοζωΐα
κακοήθεια
κακοήθευμα
κακοηθεύομαι
κακοήθης
κακοηθίη
κακοηθιστέον
κακοηχής
κακοθαλπής
κακοθανασία
View word page
κακοζηλωσία
κᾰκο-ζηλωσία,
A). v. κακοζηλία .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
κακοζηλωσία
Headword (normalized):
κακοζηλωσία
Headword (normalized/stripped):
κακοζηλωσια
IDX:
52184
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-52185
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">κᾰκο-ζηλωσία</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">κακοζηλία</span> .</div> </div><br><br>'}