Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

κακοειδής
κακοειμονία
κακοείμων
κακοελκής
κακοεξία
κακοέπεια
κακοεργασία
κακοέργετα
κακοεργέτις
κακοεργής
κακοεργία
κακοζηλία
κακόζηλος
κακοζηλωσία
κακοζωΐα
κακοήθεια
κακοήθευμα
κακοηθεύομαι
κακοήθης
κακοηθίη
κακοηθιστέον
View word page
κακοεργία
κᾰκο-εργία, κᾰκο-εργός,
A). = κακουργία, -γος , v. sub vocc.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
κακοεργία
Headword (normalized):
κακοεργία
Headword (normalized/stripped):
κακοεργια
IDX:
52181
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-52182
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">κᾰκο-εργία</span>, <span class="orth greek">κᾰκο-εργός</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> = <span class="ref greek">κακουργία, -γος</span> , v. sub vocc.</div> </div><br><br>'}