Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

κακόδουλος
κακοδρομία
κακόδωρος
κακοειδής
κακοειμονία
κακοείμων
κακοελκής
κακοεξία
κακοέπεια
κακοεργασία
κακοέργετα
κακοεργέτις
κακοεργής
κακοεργία
κακοζηλία
κακόζηλος
κακοζηλωσία
κακοζωΐα
κακοήθεια
κακοήθευμα
κακοηθεύομαι
View word page
κακοέργετα
κᾰκο-έργετα (neut. pl.), = sq., πήματα, prob. for -είργετα, Antioch.Astr.in Cat.Cod.Astr. 1.109 .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
κακοέργετα
Headword (normalized):
κακοέργετα
Headword (normalized/stripped):
κακοεργετα
IDX:
52178
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-52179
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">κᾰκο-έργετα</span> (neut. pl.), = sq., <span class="foreign greek">πήματα</span>, prob. for <span class="foreign greek">-είργετα</span>, Antioch.Astr.in <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">Cat.Cod.Astr.</span> 1.109 </span>.</div><br><br>'}