Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

κακοδαιμονιστής
κακοδαιμοσύνη
κακοδαίμων
κακοδάκρυτος
κακοδεκτεύω
κακοδερκής
κακόδερμος
κακοδήνης
κακοδία
κακοδιαιτησία
κακοδιάκονος
κακοδιδασκαλέω
κακοδικία
κάκοδμος
κακοδοξέω
κακοδοξία
κακόδοξος
κακοδουλία
κακόδουλος
κακοδρομία
κακόδωρος
View word page
κακοδιάκονος
κᾰκο-διάκονος [ᾱ] (-διάβολος cod.)· κακοικονόμος ( Lacon.), Hsch.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
κακοδιάκονος
Headword (normalized):
κακοδιάκονος
Headword (normalized/stripped):
κακοδιακονος
IDX:
52160
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-52161
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">κᾰκο-διάκονος</span> <span class="pron greek">[ᾱ]</span> (<span class="foreign greek">-διάβολος</span> cod.)<span class="foreign greek">· κακοικονόμος</span> ( Lacon.), <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}