Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
κακοδαιμονέω
κακοδαιμόνημα
κακοδαιμονία
κακοδαιμονίζω
κακοδαιμονικός
κακοδαιμονιστής
κακοδαιμοσύνη
κακοδαίμων
κακοδάκρυτος
κακοδεκτεύω
κακοδερκής
κακόδερμος
κακοδήνης
κακοδία
κακοδιαιτησία
κακοδιάκονος
κακοδιδασκαλέω
κακοδικία
κάκοδμος
κακοδοξέω
κακοδοξία
View word page
κακοδερκής
κᾰκο-δερκής
, v.
κακολ<α>
.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
κακοδερκής
Headword (normalized):
κακοδερκής
Headword (normalized/stripped):
κακοδερκης
IDX:
52155
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-52156
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">κᾰκο-δερκής</span>, v. <span class="foreign greek">κακολ<α></span>.</div><br><br>'}