Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

κακοδαιμονάω
κακοδαιμονέω
κακοδαιμόνημα
κακοδαιμονία
κακοδαιμονίζω
κακοδαιμονικός
κακοδαιμονιστής
κακοδαιμοσύνη
κακοδαίμων
κακοδάκρυτος
κακοδεκτεύω
κακοδερκής
κακόδερμος
κακοδήνης
κακοδία
κακοδιαιτησία
κακοδιάκονος
κακοδιδασκαλέω
κακοδικία
κάκοδμος
κακοδοξέω
View word page
κακοδεκτεύω
κᾰκο-δεκτεύω,
A). = κακῶς δέχομαι , Id.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
κακοδεκτεύω
Headword (normalized):
κακοδεκτεύω
Headword (normalized/stripped):
κακοδεκτευω
IDX:
52154
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-52155
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">κᾰκο-δεκτεύω</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> = <span class="ref greek">κακῶς δέχομαι</span> , Id.</div> </div><br><br>'}