Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ἀμετάστροφος
ἀμετάτρεπτος
ἀμετατρεψία
ἀμετατροπία
ἀμετάτροπος
ἀμεταφόρητος
ἀμετάφραστος
ἀμεταχείριστος
ἀμετέναι
ἀμέτοιστος
ἀμετουσίαστον
ἀμέτοχος
ἀμετρητος
ἀμετρία
ἀμέτριος
ἀμετροβαθής
ἀμετρόβιος
ἀμετρόδικος
ἀμετροεπής
ἀμετροεπία
ἀμετρόκακος
View word page
ἀμετουσίαστον
ἀμετ-ουσίαστον· ἀμέτοχον, Hsch.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἀμετουσίαστον
Headword (normalized):
ἀμετουσίαστον
Headword (normalized/stripped):
αμετουσιαστον
IDX:
5214
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-5215
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἀμετ-ουσίαστον·</span> <span class="foreign greek">ἀμέτοχον,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}